μάλθᾰ
μάλθᾰ ( Fr. 157 ) or μάλθη ( ), 204 ἡ,
A). mixture of wax and pitch (cf. Fest. p.119 L.) for caulking ships, μάλθῃ τὴν τρόπιν παραχρίσας ; for laying over writing-tablets, 50 τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον Ar.l.c.; ἐν μάλθῃ γεγραμμένη μαρτυρία ; 46.11 μάλθης ἄναγνα σώματ’ ἐκμεμαγμένα fashioned of wax (and melting with terror), Ichn. 140 .
III). also expld. by μαλακία καὶ τρυφ[ερ]ή, and ῥύπος ξηρός,