Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαλακόψυχος
μαλακόω
μαλακτέον
μαλακτήρ
μαλακτικός
μαλακτός
μαλάκυνσις
μαλακύνω
μαλακώδης
μάλαξις
μάλασσος
μαλάσσω
μαλατῆρες
μαλάχη
μαλάχιον
μαλάχιος
μάλβαξ
μάλδακον
μαλερός
μάλευρον
μαλέω
View word page
μάλασσος
μάλασσος·
τράχηλος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μάλασσος
Headword (normalized):
μάλασσος
Headword (normalized/stripped):
μαλασσος
IDX:
64809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64810
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μάλασσος·</span> <span class="foreign greek">τράχηλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}