Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαλακότης
μαλακοτρεφής
μαλακότριχος
μαλακόφθαλμος
μαλακόφλοιος
μαλακόφρων
μαλακόφωνος
μαλακόχειρ
μαλακοψυχέω
μαλακόψυχος
μαλακόω
μαλακτέον
μαλακτήρ
μαλακτικός
μαλακτός
μαλάκυνσις
μαλακύνω
μαλακώδης
μάλαξις
μάλασσος
μαλάσσω
View word page
μαλακόω
μᾰλᾰκό-ω
,
A).
=
μαλάσσω
,
Hsch.
s.v.
μαλθώσω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαλακόω
Headword (normalized):
μαλακόω
Headword (normalized/stripped):
μαλακοω
IDX:
64800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64801
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰλᾰκό-ω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μαλάσσω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μαλθώσω</span> .</div> </div><br><br>'}