Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπτυχής
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
μαλακοτρεφής
μαλακότριχος
μαλακόφθαλμος
μαλακόφλοιος
μαλακόφρων
μαλακόφωνος
μαλακόχειρ
μαλακοψυχέω
μαλακόψυχος
μαλακόω
μαλακτέον
μαλακτήρ
View word page
μαλακότριχος
μᾰλᾰκό-τρῐχος, ον,
A). with soft hair, Gal. 4.605 , al.


ShortDef

with soft hair

Debugging

Headword:
μαλακότριχος
Headword (normalized):
μαλακότριχος
Headword (normalized/stripped):
μαλακοτριχος
IDX:
64792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64793
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰλᾰκό-τρῐχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with soft hair</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 4.605 </span>, al.</div> </div><br><br>'}