Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαλακοκρανεύς
μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπτυχής
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
μαλακοτρεφής
μαλακότριχος
μαλακόφθαλμος
μαλακόφλοιος
μαλακόφρων
μαλακόφωνος
μαλακόχειρ
μαλακοψυχέω
μαλακόψυχος
View word page
μαλακόσωμος
μᾰλᾰκόσωμος, ον,
A). effeminate, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr. 7.113 .


ShortDef

effeminate

Debugging

Headword:
μαλακόσωμος
Headword (normalized):
μαλακόσωμος
Headword (normalized/stripped):
μαλακοσωμος
IDX:
64789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64790
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰλᾰκόσωμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">effeminate</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Antioch.Astr.</span> </span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 7.113 </span>.</div> </div><br><br>'}