Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαλακόδερμος
μαλακοειδής
μαλάκοθριξ
μαλακόκισσος
μαλακοκόλαξ
μαλακοκρανεύς
μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπτυχής
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
μαλακοτρεφής
μαλακότριχος
μαλακόφθαλμος
μαλακόφλοιος
View word page
μαλακοπτυχής
μᾰλᾰκο-πτῠχής, ές, dub. sens.,
A). ἄρτοι Philox. 2.36 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαλακοπτυχής
Headword (normalized):
μαλακοπτυχής
Headword (normalized/stripped):
μαλακοπτυχης
IDX:
64784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64785
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰλᾰκο-πτῠχής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, dub. sens., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ἄρτοι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1601.tlg001:2:36" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1601.tlg001:2.36/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philox.</span> 2.36 </a> .</div> </div><br><br>'}