Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
μαλάκοθριξ
μαλακόκισσος
μαλακοκόλαξ
μαλακοκρανεύς
μαλακόλαλος
μαλακοποιέω
μαλακοποιός
μαλακόπους
μαλακοπτυχής
μαλακοπύρηνος
μαλακός
μαλακόσαρκος
μαλακόστρακος
μαλακόσωμος
μαλακότης
View word page
μαλακόλαλος
μᾰλᾰκό-λᾰλος, ον,
A). speaking effeminately, Cat.Cod.Astr. 1.116 .


ShortDef

speaking effeminately

Debugging

Headword:
μαλακόλαλος
Headword (normalized):
μαλακόλαλος
Headword (normalized/stripped):
μαλακολαλος
IDX:
64780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64781
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰλᾰκό-λᾰλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">speaking effeminately,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 1.116 </span>.</div> </div><br><br>'}