Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαλαγματώδης
μαλακαίπους
μαλακαύγητος
μαλάκεια
μαλακευνέω
μαλακευτικός
μαλακία1
μαλάκια2
μαλακιάω
μαλακίζομαι
μαλακίννης
μαλάκιον
μαλακιστέον
μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
μαλάκοθριξ
μαλακόκισσος
View word page
μαλακίννης
μαλακίννης· παρθένος, Hsch.; cf. μαλκενίς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαλακίννης
Headword (normalized):
μαλακίννης
Headword (normalized/stripped):
μαλακιννης
IDX:
64767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64768
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαλακίννης·</span> <span class="foreign greek">παρθένος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μαλκενίς</span>.</div><br><br>'}