Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μάλαγμα
μαλαγματίζω
μαλαγματώδης
μαλακαίπους
μαλακαύγητος
μαλάκεια
μαλακευνέω
μαλακευτικός
μαλακία1
μαλάκια2
μαλακιάω
μαλακίζομαι
μαλακίννης
μαλάκιον
μαλακιστέον
μαλακίων
μαλακόγειος
μαλακόγναθος
μαλακογνώμων
μαλακόδερμος
μαλακοειδής
View word page
μαλακιάω
μᾰλᾰκ-ιάω
,
A).
become soft
,
τῶν βοῶν, ἂν εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, προσαλείφειν τὰ ἄκρα τῶν κεράτων
Plu.
2.559f
codd. (fort.
μαλκίωσι
); v.
μαλκίω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαλακιάω
Headword (normalized):
μαλακιάω
Headword (normalized/stripped):
μαλακιαω
IDX:
64765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64766
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰλᾰκ-ιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become soft</span>, <span class="quote greek">τῶν βοῶν, ἂν εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, προσαλείφειν τὰ ἄκρα τῶν κεράτων</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.559f </span> codd. (fort. <span class="foreign greek">μαλκίωσι</span>); v. <span class="ref greek">μαλκίω</span> .</div> </div><br><br>'}