Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μάκρωσις
μακρώτης
μακτήρ
μακτήριον
μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρισμός
μακτρίστρια
μάκτρον
μακών
μάλα
μαλαβάθρινος
μαλάβαθρον
μάλαγμα
μαλαγματίζω
μαλαγματώδης
μαλακαίπους
μαλακαύγητος
μαλάκεια
μαλακευνέω
View word page
μακών
μᾰκών
,
A).
v.
μηκάομαι
.
μάκων
[ᾱ]
,
μᾱκώνειον
,
μᾱκωνίς
, v.
μηκ
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μακών
Headword (normalized):
μακών
Headword (normalized/stripped):
μακων
IDX:
64751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64752
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰκών</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μηκάομαι</span> . <span class="orth greek">μάκων</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, <span class="orth greek">μᾱκώνειον</span>, <span class="orth greek">μᾱκωνίς</span>, v. <span class="itype greek">μηκ</span>-.</div> </div><br><br>'}