Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μακρυσμός
μάκρων
μάκρωσις
μακρώτης
μακτήρ
μακτήριον
μάκτης
μακτός
μάκτρα
μακτρισμός
μακτρίστρια
μάκτρον
μακών
μάλα
μαλαβάθρινος
μαλάβαθρον
μάλαγμα
μαλαγματίζω
μαλαγματώδης
μαλακαίπους
μαλακαύγητος
View word page
μακτρίστρια
μακτρ-ίστρια, ,
A). one who dances the μακτρισμός, ib.d (μαρκτυπίας cod.).


ShortDef

one who dances the μακτρισμός

Debugging

Headword:
μακτρίστρια
Headword (normalized):
μακτρίστρια
Headword (normalized/stripped):
μακτριστρια
IDX:
64749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64750
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μακτρ-ίστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who dances the</span> <span class="foreign greek">μακτρισμός</span>, ib.d (<span class="foreign greek">μαρκτυπίας</span> cod.).</div> </div><br><br>'}