Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπλεκτος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
μακρόπορος
μακροπρόσωπος
μακρόπτερος
μακροπτόλεμος
μακροπτύστης
μακρόπυλος
μακροπώγων
μακρορριζία
View word page
μακροπόρευτος
μακρο-πόρευτος, ον,
A). far-journeying, μ. βίος PLit.Lond. 98 ii 12 (Dioscorus).


ShortDef

far-journeying

Debugging

Headword:
μακροπόρευτος
Headword (normalized):
μακροπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
μακροπορευτος
IDX:
64685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64686
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μακρο-πόρευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">far-journeying</span>, <span class="quote greek">μ. βίος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLit.Lond.</span> 98 ii 12 </span> (Dioscorus).</div> </div><br><br>'}