Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μακρόξυλος
μακροπέπερι
μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπλεκτος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
μακροπορία
μακρόπορος
μακροπρόσωπος
μακρόπτερος
μακροπτόλεμος
μακροπτύστης
μακρόπυλος
View word page
μακροπόνηρος
μακρο-πόνηρος, ον,
A). bearing malice for a long time, Phot.


ShortDef

bearing malice for a long time

Debugging

Headword:
μακροπόνηρος
Headword (normalized):
μακροπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
μακροπονηρος
IDX:
64683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64684
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μακρο-πόνηρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing malice for a long time</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}