Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μακρολογέω
μακρολογία
μακρολόγος
μακρόμαλλος
μακρόμισθος
μακρονοσέω
μακρονοσία
μακρόξυλος
μακροπέπερι
μακρόπεπλος
μακροπεριοδεύτως
μακροπερίοδος
μακρόπλεκτος
μακρόπνοια
μακρόπνοος
μακροποιέω
μακρόπολος
μακροπόνηρος
μακροπονία
μακροπόρευτος
μακροπορέω
View word page
μακροπεριοδεύτως
μακρο-περιοδεύτως, Adv.
A). verbosely, A.D. Pron. 3.7 .


ShortDef

verbosely

Debugging

Headword:
μακροπεριοδεύτως
Headword (normalized):
μακροπεριοδεύτως
Headword (normalized/stripped):
μακροπεριοδευτως
IDX:
64676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μακρο-περιοδεύτως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">verbosely</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg001:3:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg001:3.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.D.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pron.</span> 3.7 </a>.</div> </div><br><br>'}