Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναδιδράσκω
ἀναδίδωμι
ἀναδικάζω
ἀναδικεῖν
ἀναδικέω
ἀναδικία
ἀνάδικος
ἀναδινεύω
ἀναδινέω
ἀναδιπλασιάζω
ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλόω
ἀναδίπλωσις
ἀναδιφάω
ἀναδιχότομος
ἀναδοιδυκίζω
ἀνάδομα
ἀναδομέω
ἀναδομή
ἀναδονέω
ἀναδορά
View word page
ἀναδιπλασιασμός
ἀναδιπλασι-ασμός
,
ὁ
,
A).
reduplication,
EM
45.45
,
55.26
.
ShortDef
reduplication
Debugging
Headword:
ἀναδιπλασιασμός
Headword (normalized):
ἀναδιπλασιασμός
Headword (normalized/stripped):
αναδιπλασιασμος
IDX:
6458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6459
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναδιπλασι-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reduplication,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 45.45 </span>, <span class="bibl"> 55.26 </span>.</div> </div><br><br>'}