μακαρία
μᾰκᾰρ-ία, ἡ,
A). happiness, bliss, Herc. 1232p.70V.; κενὴ μ. Herm. 71 , Nav. 12 : hence, as a Com. euphem. for ἐς κόρακας, ἄπαγ’ ἐς μακαρίαν Eq. 1151 ; βάλλ’ ἐς μ. Hp.Ma. 293a ; ἐς μ. τὸ λουτρόν . 245
III). = βρῶμα ἐκ ζωμοῦ καὶ ἀλφίτων ,