Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαῖον
μαιόομαι
Μάϊος
μαϊούλιον
Μαῖρα
μαιριάω
μαίσων
μαιτυρέω
μαῖτυς
μαίωσις
μαιωστᾷ
Μαιῶται
Μαιῆτις
μαιωτικός
Μαιωτιστί
μαίωτρα
μάκαρ
μακάρι
μακαρία
μακαρίζω
μακαρίνη
View word page
μαιωστᾷ
μαιωστᾷ·
ἐρευνᾷ τῇ φύσει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαιωστᾷ
Headword (normalized):
μαιωστᾷ
Headword (normalized/stripped):
μαιωστα
IDX:
64570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64571
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαιωστᾷ·</span> <span class="foreign greek">ἐρευνᾷ τῇ φύσει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}