Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαινομένη
μαίομαι
μαῖον
μαιόομαι
Μάϊος
μαϊούλιον
Μαῖρα
μαιριάω
μαίσων
μαιτυρέω
μαῖτυς
μαίωσις
μαιωστᾷ
Μαιῶται
Μαιῆτις
μαιωτικός
Μαιωτιστί
μαίωτρα
μάκαρ
μακάρι
μακαρία
View word page
μαῖτυς
μαῖτυς, Cret. and Epid. for μάρτυς (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαῖτυς
Headword (normalized):
μαῖτυς
Headword (normalized/stripped):
μαιτυς
IDX:
64568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64569
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαῖτυς</span>, Cret. and Epid. for <span class="foreign greek">μάρτυς</span> (q. v.).</div><br><br>'}