Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαιμάχης
μαιμάω
μαιμώσσω
Μαίναλον
μαίνανδρος
μαινάς
μαίνη
μαινίδιον
μαινίς
μαινόλης
μαινόλιος
μαίνομαι
μαινομένη
μαίομαι
μαῖον
μαιόομαι
Μάϊος
μαϊούλιον
Μαῖρα
μαιριάω
μαίσων
View word page
μαινόλιος
μαινόλιος, α, ον, = foreg., of Dionysus, AP 9.524.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαινόλιος
Headword (normalized):
μαινόλιος
Headword (normalized/stripped):
μαινολιος
IDX:
64556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64557
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαινόλιος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., of Dionysus, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.524.13 </span>.</div><br><br>'}