μαινόλης
μαινόλης, ου, ὁ,
A). raving, frenzied, μαινόλᾳ θύμῳ ; a name of Dionysus, 1.18 , 1.351 ND 30 :—fem. μαινόλις, not found in gen., Scol.Oxy. 11 ; διάνοιαν μαινόλιν Supp. 109 (lyr.); ἀσέβεια μ. prob. cj. in Or. 823 (lyr.).
II). Act., maddening, of wine, . (From 2.462b μαίνομαι, as φαινόλης from φαίνομαι.)