Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαιευτικός
μαιεύτρια
μαιήϊος
Μαιῆτις
μαιήτωρ
μαιθαῦ
μαίμακος
Μαιμακτήρ
Μαιμακτηριών
Μαιμάκτης
μαῖμαξ
μαιμάσσω
μαιμάχης
μαιμάω
μαιμώσσω
Μαίναλον
μαίνανδρος
μαινάς
μαίνη
μαινίδιον
μαινίς
View word page
μαῖμαξ
μαῖμαξ, ᾰκος, , ,
A). = ταραχώδης , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαῖμαξ
Headword (normalized):
μαῖμαξ
Headword (normalized/stripped):
μαιμαξ
IDX:
64544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64545
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαῖμαξ</span>, <span class="itype greek">ᾰκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ταραχώδης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}