Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαζύγιον
μαζῶνες
μαθαλίς
μαθᾶμαι
μαθετάς
μάθη
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
μαθητεύω
μαθητής
μαθητιάω
μαθητικεύομαι
μαθητικός
μαθητός
μαθήτρια
View word page
μαθημοσύνη
μαθ-ημοσύνη
,
ἡ
,
A).
learning,
IGRom.
4.607
(Phryg.).
ShortDef
learning
Debugging
Headword:
μαθημοσύνη
Headword (normalized):
μαθημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μαθημοσυνη
IDX:
64511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64512
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαθ-ημοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">learning,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IGRom.</span> 4.607 </span> (Phryg.).</div> </div><br><br>'}