Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαζοποιέω
μαζοποιός
μαζός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζοφορίς
μαζύγιον
μαζῶνες
μαθαλίς
μαθᾶμαι
μαθετάς
μάθη
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
μαθημοσύνη
μάθησις
μαθητεία
μαθητέος
View word page
μαθᾶμαι
μαθᾶμαι· ζητῶ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαθᾶμαι
Headword (normalized):
μαθᾶμαι
Headword (normalized/stripped):
μαθαμαι
IDX:
64504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64505
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαθᾶμαι·</span> <span class="foreign greek">ζητῶ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}