Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαζοβόλιον
μαζονομεῖον
μαζονόμον
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
μαζός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζοφορίς
μαζύγιον
μαζῶνες
μαθαλίς
μαθᾶμαι
μαθετάς
μάθη
μάθημα
μαθηματικεύομαι
μαθηματικός
μαθηματοπωλικός
View word page
μαζοφορίς
μαζο-φορίς, ίδος, , (φέρὠ
A). = μαζονόμος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαζοφορίς
Headword (normalized):
μαζοφορίς
Headword (normalized/stripped):
μαζοφορις
IDX:
64500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64501
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαζο-φορίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span> <span class="foreign greek">, (φέρὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μαζονόμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}