Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαζέας
μαζεινὸς
μαζήρεοι
μαζηρὸς
μαζίνης
μαζίον
μαζίσκη
μαζοβόλιον
μαζονομεῖον
μαζονόμον
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
μαζός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζοφορίς
μαζύγιον
μαζῶνες
μαθαλίς
View word page
μαζοπέπτης
μαζο-πέπτης
,
ου
,
ὁ
,
A).
barley-bread baker
,
Hsch.
ShortDef
barley-bread baker
Debugging
Headword:
μαζοπέπτης
Headword (normalized):
μαζοπέπτης
Headword (normalized/stripped):
μαζοπεπτης
IDX:
64493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64494
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαζο-πέπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">barley-bread baker</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}