Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαζαγρέτας
μαζάκις
μαζάω
μαζέας
μαζεινὸς
μαζήρεοι
μαζηρὸς
μαζίνης
μαζίον
μαζίσκη
μαζοβόλιον
μαζονομεῖον
μαζονόμον
μαζοπέπτης
μαζοποιέω
μαζοποιός
μαζός
Μαζουσία
μαζοφαγέω
μαζοφάγος
μαζοφορίς
View word page
μαζοβόλιον
μαζο-βόλιον
,
τό
,
A).
=
μαζονόμος
,
Apollon.
Lex.
s.v.
οὐλοχύτας
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαζοβόλιον
Headword (normalized):
μαζοβόλιον
Headword (normalized/stripped):
μαζοβολιον
IDX:
64490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64491
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαζο-βόλιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μαζονόμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">οὐλοχύτας</span> .</div> </div><br><br>'}