Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μάδος
μαδός
μάδρυα
μαδρυνθήσομαι
μαδών
μαδωνάϊς
μαεῖται
μᾶζα
μαζαγόας
μαζαγρέτας
μαζάκις
μαζάω
μαζέας
μαζεινὸς
μαζήρεοι
μαζηρὸς
μαζίνης
μαζίον
μαζίσκη
μαζοβόλιον
μαζονομεῖον
View word page
μαζάκις
μαζάκις· δόρυ Παρθικόν, Hsch. μαζάρυγξ· τὰ ἐπὶ τῷ πότῳ ἐπιόντα, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαζάκις
Headword (normalized):
μαζάκις
Headword (normalized/stripped):
μαζακις
IDX:
64481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64482
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαζάκις·</span> <span class="foreign greek">δόρυ Παρθικόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μαζάρυγξ·</span> <span class="foreign greek">τὰ ἐπὶ τῷ πότῳ ἐπιόντα</span>, Id.</div><br><br>'}