Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μάδισις
μάδισος
μαδιστήριον
μαδόνη
μάδος
μαδός
μάδρυα
μαδρυνθήσομαι
μαδών
μαδωνάϊς
μαεῖται
μᾶζα
μαζαγόας
μαζαγρέτας
μαζάκις
μαζάω
μαζέας
μαζεινὸς
μαζήρεοι
μαζηρὸς
μαζίνης
View word page
μαεῖται
μαεῖται·
μωρολογεῖ
,
Hsch.
; cf.
μαατρόν
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαεῖται
Headword (normalized):
μαεῖται
Headword (normalized/stripped):
μαειται
IDX:
64477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64478
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαεῖται·</span> <span class="foreign greek">μωρολογεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μαατρόν</span>.</div><br><br>'}