Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαδαροκέφαλος
μαδαρός
μαδαρότης
μαδαρόω
μαδάρωσις
μαδάσκομαι
μαδάω
μᾶδδα
μάδεγμα
μάδευμα
μαδηγένειος
μάδησις
μαδιγένειος
μαδίζω
μάδισις
μάδισος
μαδιστήριον
μαδόνη
μάδος
μαδός
μάδρυα
View word page
μαδηγένειος
μαδηγένειος,
A). v. μαδιγένειος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαδηγένειος
Headword (normalized):
μαδηγένειος
Headword (normalized/stripped):
μαδηγενειος
IDX:
64463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64464
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαδηγένειος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μαδιγένειος</span> .</div> </div><br><br>'}