Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαδαριάω
μαδαροκέφαλος
μαδαρός
μαδαρότης
μαδαρόω
μαδάρωσις
μαδάσκομαι
μαδάω
μᾶδδα
μάδεγμα
μάδευμα
μαδηγένειος
μάδησις
μαδιγένειος
μαδίζω
μάδισις
μάδισος
μαδιστήριον
μαδόνη
μάδος
μαδός
View word page
μάδευμα
μάδευμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάδευμα
Headword (normalized):
μάδευμα
Headword (normalized/stripped):
μαδευμα
IDX:
64462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64463
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μάδευμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}