Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαδάρεις
μαδαριάω
μαδαροκέφαλος
μαδαρός
μαδαρότης
μαδαρόω
μαδάρωσις
μαδάσκομαι
μαδάω
μᾶδδα
μάδεγμα
μάδευμα
μαδηγένειος
μάδησις
μαδιγένειος
μαδίζω
μάδισις
μάδισος
μαδιστήριον
μαδόνη
μάδος
View word page
μάδεγμα
μάδεγμα· δέλεαρ, πρόβλημα, οἱ δὲ


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μάδεγμα
Headword (normalized):
μάδεγμα
Headword (normalized/stripped):
μαδεγμα
IDX:
64461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μάδεγμα·</span> <span class="foreign greek">δέλεαρ, πρόβλημα, οἱ δὲ</span> </div><br><br>'}