Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μάγμα
μαγμός
Μάγνης
Μαγνήτινος
Μάγος
μαγοφόνια
μαγύδαρις
μαγῳδία
μαδαγένειος
μαδαῖος
μαδάλλει
μάδαρα
μαδάρεις
μαδαριάω
μαδαροκέφαλος
μαδαρός
μαδαρότης
μαδαρόω
μαδάρωσις
μαδάσκομαι
μαδάω
View word page
μαδάλλει
μᾰδάλλει· τίλλει, ἐσθίει, Hsch. (μαγδ- cod.): in pres. part., Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαδάλλει
Headword (normalized):
μαδάλλει
Headword (normalized/stripped):
μαδαλλει
IDX:
64449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64450
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰδάλλει·</span> <span class="foreign greek">τίλλει, ἐσθίει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="itype greek">μαγδ</span>- cod.): in pres. part., Id.</div><br><br>'}