Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρευτικός
μαγειρεύω
μαγειρικός
μαγειρίσκιον
μαγειρίσκος
μαγείρισσα
μάγειρος
μαγειρώδης
μαγέτας
μάγευμα
μαγεύς
μαγευτής
μαγευτικός
μαγεύω
μαγιανός
μαγίδιον
μαγικός
μάγιν
μαγίς
View word page
μαγέτας
μαγέτας αὐλός,,
A). bewitching, Hsch.


ShortDef

bewitching

Debugging

Headword:
μαγέτας
Headword (normalized):
μαγέτας
Headword (normalized/stripped):
μαγετας
IDX:
64425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64426
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαγέτας</span> <span class="foreign greek">αὐλός,</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bewitching</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}