Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαγγανευτικός
μαγγανεύτρια
μαγγανεύω
μάγγανον
μαγδαλιά
μάγδωλος
μαγδωλοφυλακία
μαγδωλοφύλαξ
μαγεία
μαγεῖον
μαγείραινα
μαγειρεία
μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρευτικός
μαγειρεύω
μαγειρικός
μαγειρίσκιον
μαγειρίσκος
μαγείρισσα
μάγειρος
View word page
μαγείραινα
μᾰγείρ-αινα, , fem. of
A). μάγειρος, οὐδεὶς .. μαγείραιναν εἶδε πώποτε Pherecr. 64 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαγείραινα
Headword (normalized):
μαγείραινα
Headword (normalized/stripped):
μαγειραινα
IDX:
64413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64414
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰγείρ-αινα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">μάγειρος, οὐδεὶς .. μαγείραιναν εἶδε πώποτε</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:64" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:64/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pherecr.</span> 64 </a> .</div> </div><br><br>'}