Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαγγανευτής
μαγγανευτικός
μαγγανεύτρια
μαγγανεύω
μάγγανον
μαγδαλιά
μάγδωλος
μαγδωλοφυλακία
μαγδωλοφύλαξ
μαγεία
μαγεῖον
μαγείραινα
μαγειρεία
μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρευτικός
μαγειρεύω
μαγειρικός
μαγειρίσκιον
μαγειρίσκος
μαγείρισσα
View word page
μαγεῖον
μᾰγεῖον, τό , (μάσσὠ
A). = ἐκμαγεῖον , Longin. 32.5 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαγεῖον
Headword (normalized):
μαγεῖον
Headword (normalized/stripped):
μαγειον
IDX:
64412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64413
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰγεῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span> <span class="foreign greek">, (μάσσὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐκμαγεῖον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 32.5 </span>.</div> </div><br><br>'}