Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαγαρίσκος
μάγαρον
μαγάς
μαγγάνα
μαγγανάριος
μαγγανεία
μαγγάνευμα
μαγγανευτήριον
μαγγανευτής
μαγγανευτικός
μαγγανεύτρια
μαγγανεύω
μάγγανον
μαγδαλιά
μάγδωλος
μαγδωλοφυλακία
μαγδωλοφύλαξ
μαγεία
μαγεῖον
μαγείραινα
μαγειρεία
View word page
μαγγανεύτρια
μαγγᾰν-εύτρια, , fem. of μαγγανευτής, Hsch.
A). s.v. βαμβακεύτρια .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαγγανεύτρια
Headword (normalized):
μαγγανεύτρια
Headword (normalized/stripped):
μαγγανευτρια
IDX:
64404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64405
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαγγᾰν-εύτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">μαγγανευτής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">βαμβακεύτρια</span> .</div> </div><br><br>'}