μαγγανεία
μαγγᾰν-εία, ἡ,
A). trickery, esp. of magical arts, Lg. 908d ; μαγγανεῖαι καὶ ἐπῳδαί ib. 933a ; περίαπτα καὶ μ. , 2.267 ; 11.792 τῆς Κίρκης ἡ μ. Or. 26.330b , cf. Gal. 340a ; μ. μαγειρικαί, of meretricious cookery, . 1.9c