Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μά2
μά3
μᾶ4
μαατρόν
μαγαδίζω
μαγάδιον
μάγαδις
μαγάζω
Μαγαρικός
μαγαρίς
μαγαρίσκος
μάγαρον
μαγάς
μαγγάνα
μαγγανάριος
μαγγανεία
μαγγάνευμα
μαγγανευτήριον
μαγγανευτής
μαγγανευτικός
μαγγανεύτρια
View word page
μαγαρίσκος
μαγαρ-ίσκος
,
ὁ
,
A).
=
πινακίσκος
, Id.; cf.
μαργαρίσκος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαγαρίσκος
Headword (normalized):
μαγαρίσκος
Headword (normalized/stripped):
μαγαρισκος
IDX:
64394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64395
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαγαρ-ίσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πινακίσκος</span> , Id.; cf. <span class="foreign greek">μαργαρίσκος</span>.</div> </div><br><br>'}