λώτινος
λώτ-ῐνος, η, ον,(λωτός III. I)
II). made of lotus-wood, ὑποθυμίδες ; 39 κολεόν, μέγα λ. ἔργον ; 24.45 λ. αὐλοί (cf. λωτός III. 1 a, b) : hence 4.182d λ. ἀηδόνες, of flutes, Fr. 931 .
2). covered with lotus, ὄχθοι Ἀχέροντος Lobel. p.44