Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λωπεύει
λώπη
λωπία
λωπίζω
λώπιον
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυσίου
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
λωρίκιον
λωροκάπιστρον
λωρόν
λῶρος
λωροτομέω
λωροτόμος
λωρυμνόν
λωστύς
λῶταξ
λωτάριον
View word page
λῶπος
λῶπος, τό,
A). = λώπη (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῶπος
Headword (normalized):
λῶπος
Headword (normalized/stripped):
λωπος
IDX:
64347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64348
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῶπος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λώπη</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}