Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λωβός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώεσσαν
λωΐων
λώκιον
λώλεσσαν
λῶμα
λῶντι
Λῷος
λωπεύει
λώπη
λωπία
λωπίζω
λώπιον
λωπιστός
λωποδυσία
λωποδυσίου
λωποδυτέω
λωποδύτης
λῶπος
View word page
λωπεύει
λωπεύει· ψεύδεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λωπεύει
Headword (normalized):
λωπεύει
Headword (normalized/stripped):
λωπευει
IDX:
64337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λωπεύει·</span> <span class="foreign greek">ψεύδεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}