Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λωβητήρ
λωβητής
λωβητός
λωβήτωρ
λωβός
λωγάλιοι
λῶδιξ
λώεσσαν
λωΐων
λώκιον
λώλεσσαν
λῶμα
λῶντι
Λῷος
λωπεύει
λώπη
λωπία
λωπίζω
λώπιον
λωπιστός
λωποδυσία
View word page
λώλεσσαν
λώλεσσαν,
A). v. λώεσσαν . λῶλον· βρῶμα ἐκ γιγάρτων καὶ σύκων γενόμενον, παιδίοις πεφωσμένον, Hsch. λωλώ· ὅταν σῦκα μετὰ γιγάρτων φωσθῇ, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λώλεσσαν
Headword (normalized):
λώλεσσαν
Headword (normalized/stripped):
λωλεσσαν
IDX:
64333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64334
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λώλεσσαν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λώεσσαν</span> . <span class="orth greek">λῶλον·</span> <span class="foreign greek">βρῶμα ἐκ γιγάρτων καὶ σύκων γενόμενον, παιδίοις πεφωσμένον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λωλώ·</span> <span class="foreign greek">ὅταν σῦκα μετὰ γιγάρτων φωσθῇ</span>, Id.</div> </div><br><br>'}