λωγάλιοι
λωγάλιοι· ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι, ; cf. sq. and
A). v. λωγάς . λωγάνιον, τό, dewlap of oxen, Ambraciote and Epirote word, Lex. 3 , cf. Utic. ap. Sch. l.c.—In λογάνιον sine expl., in λωγάλιον. λωγάς· πόρνη, Id.; cf. λωγάλιοι. λώγασος· ταυρεία μάστιξ, Id. λωγάω, = λέγω , Can. 149 ; ἐλώγη· ἔλεγεν, ( ἐλωγὴ· ἔλεγον cod.), Dor. contr. from ἐλώγαε. λώγη· καλάμη, καὶ συναγωγὴ σίτου, Id.