Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λυτρωτής
λυτρωτός
λύττα
λυττεῖ
λύτωρ
λυχναῖος
λυχνεύς
λυχναπτέομαι
λυχνάπτης
λυχνάπτιον
λυχνάπτρια
λυχνάριον
λυχναψία
λυχνέα
λυχνεῖον
λυχνέλαιον
λυχνεύς
λυχνεών
λυχνία
λυχνιαῖος
λυχνίας
View word page
λυχνάπτρια
λυχν-άπτρια, , fem. of λυχνάπτης, IG 3.162 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυχνάπτρια
Headword (normalized):
λυχνάπτρια
Headword (normalized/stripped):
λυχναπτρια
IDX:
64275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64276
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυχν-άπτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">λυχνάπτης</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 3.162 </span>.</div><br><br>'}