Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λυτήριος
λυτικός
λυτός
λύτρον
λυτρόω
λυτρώσιμος
λύτρωσις
λυτρωτέον
λυτρωτής
λυτρωτός
λύττα
λυττεῖ
λύτωρ
λυχναῖος
λυχνεύς
λυχναπτέομαι
λυχνάπτης
λυχνάπτιον
λυχνάπτρια
λυχνάριον
λυχναψία
View word page
λύττα
λύττα, λυττάω, λυττητικός, etc., v. λυσς-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λύττα
Headword (normalized):
λύττα
Headword (normalized/stripped):
λυττα
IDX:
64267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64268
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λύττα</span>, <span class="orth greek">λυττάω</span>, <span class="orth greek">λυττητικός</span>, etc., v. <span class="itype greek">λυσς</span>-.</div><br><br>'}