Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λυσσόδηκτος
λυσσοδίωκτος
λυσσομανέω
λυσσομανής
λυσσομανία
λυσσόω
λυσσώδης
λυσσῶπις
λύται
Λυταῖος
λυταρίς
λύτειρα
λυτέον
λυτήρ
λυτηριάς
λυτήριος
λυτικός
λυτός
λύτρον
λυτρόω
λυτρώσιμος
View word page
λυταρίς
λυταρίς·
μήκωνος εἶδος
,
Hsch.
λυταῶς·
σκοτεινῶς
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λυταρίς
Headword (normalized):
λυταρίς
Headword (normalized/stripped):
λυταρις
IDX:
64252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64253
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυταρίς·</span> <span class="foreign greek">μήκωνος εἶδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λυταῶς·</span> <span class="foreign greek">σκοτεινῶς</span>, Id.</div><br><br>'}