Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λυσιτέλεια
λυσιτελέω
λυσιτελής
λυσιτελούντως
λυσιτόκος
λυσιφάρμακον
λυσιφλεβής
λυσίφρων
λυσιχίτων
λυσιῳδός
λυσκάζει
λύσσᾰ
λυσσαίνω
λυσσαλέος
λυσσάς
λυσσάω
λυσσηδόν
λυσσήεις
λύσσημα
λυσσήρης
λυσσητήρ
View word page
λυσκάζει
λυσκάζει· περιφεύγει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυσκάζει
Headword (normalized):
λυσκάζει
Headword (normalized/stripped):
λυσκαζει
IDX:
64229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυσκάζει·</span> <span class="foreign greek">περιφεύγει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}