Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναδαρδαίνω
ἀναδάσασθαι
ἀναδάσιμος
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
ἀνάδειξις
ἀναδείπνια
ἀναδέκομαι
ἀναδεκτέον
ἀναδεκτικός
ἀνάδελφος
ἀνάδεμα
ἀναδέμω
ἀναδενδραδικός
ἀναδενδράς
ἀναδενδρίτης
ἀναδενδρομαλάχη
ἀναδέξαι
View word page
ἀναδέκομαι
ἀναδέκ-ομαι, Ion. for ἀναδέχομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναδέκομαι
Headword (normalized):
ἀναδέκομαι
Headword (normalized/stripped):
αναδεκομαι
IDX:
6420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6421
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναδέκ-ομαι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀναδέχομαι.</span> </div><br><br>'}