Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λύρον
λυροποιητικός
λυροποιΐα
λυροποιικός
λυροποιός
λυροφοῖνιξ
λυρτός
λυρῳδέω
λυρώδης
λυρῳδία
λυρῳδός
λυρωνία
Λυσάνδρια
λυσανίας
λυσέρως
λυσήνωρ
λυσίγαμος
λυσιγυῖα
λυσίδρως
λυσιέθειρα
λυσίζωνος
View word page
λυρῳδός
λῠρ-ῳδός,
A). v. λυραοιδός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυρῳδός
Headword (normalized):
λυρῳδός
Headword (normalized/stripped):
λυρωδος
IDX:
64187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64188
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λῠρ-ῳδός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λυραοιδός</span> .</div> </div><br><br>'}