Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λυπρόχωρος
λυπτά
λύρα
Λυραῖος
λυραοιδός
λυρίζω
λυρικός
λύριον
λυρισμός
λυριστής
λυρίτης
λυρογηθής
λυρόδμητος
λυρόεις
λυροεργός
λυροθελγής
λυροκτυπία
λυρόκτυπος
λύρον
λυροποιητικός
λυροποιΐα
View word page
λυρίτης
λυρίτης· ζῷόν τι ταῖς δρυσὶν ἐντίκτον, Hsch. (fort. δρυΐτης).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λυρίτης
Headword (normalized):
λυρίτης
Headword (normalized/stripped):
λυριτης
IDX:
64169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-64170
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λυρίτης·</span> <span class="foreign greek">ζῷόν τι ταῖς δρυσὶν ἐντίκτον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">δρυΐτης</span>).</div><br><br>'}